- θαύμασαν
- θαυμάζωwonderaor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαυμάσαν — θαυμάζω wonder aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοδράτος — I (τέλη 1ου – αρχές 2ου αι. μ.Χ.). Χριστιανός απολογητής. Πρόκειται για τον πρώτο γνωστό απολογητή του χριστιανισμού, ο οποίος καταγόταν από τη Μικρά Ασία. Έγραψε Απολογία υπέρ των χριστιανών, την οποία παρέδωσε στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό… … Dictionary of Greek
Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… … Dictionary of Greek
μουσόφιλος — η, ο ο φίλος των μουσών, των τεχνών: Τους πίνακες θαύμασαν πολλοί μουσόφιλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)